- αναγγειοπλασία
- η Ιατρ.ανεπαρκής αγγείωση μιας περιοχής τού σώματος λόγω απλασίας τών αγγείων κατά την περίοδο τής οργανογενέσεως στο έμβρυο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ananagioplasia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < στερ. αν-* + αγγείο (ν) + -πλασία*].
Dictionary of Greek. 2013.